Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αρχαίος ελληνικός

См. также в других словарях:

  • Μινύαι — Αρχαίος ελληνικός λαός της Βοιωτίας γύρω από τον Ορχομενό, φορέας ενός πολύ αναπτυγμένου πολιτισμού κατά τη μυκηναϊκή περίοδο (θολωτός τάφος του Μινύα στον Ορχομενό, έργα στη λίμνη της Κωπαΐδας). Ο Παυσανίας κάνει λόγο για Μ. στον Ορχομενό κατά… …   Dictionary of Greek

  • πίναξ — Αρχαίος ελληνικός όρος που αρχικά σήμαινε την ξύλινη πινακίδα στην οποία έγραφαν, και αργότερα το ζωγραφικό πίνακα. (Σήμερα στη νεοελληνική χρησιμοποιείται ο όρος πίνακας). Από αυτή τη δεύτερη έννοια προήλθε και ο όρος πινακοθήκη. Σε π.… …   Dictionary of Greek

  • σεισάχθεια — Αρχαίος ελληνικός όρος. Η απαλλαγή από ένα βάρος, άχθος, και συγκεκριμένα από τους φόρους ή τα χρέη. Ο Σόλων είχε χορηγήσει σ. για την απόσειση από τους ώμους των πολιτών, ιδιαίτερα των καλλιεργητών, των χρεών. Δεν τα είχε αποσβέσει εντελώς, αλλά …   Dictionary of Greek

  • αμφιπρόστυλος ναός — Αρχαίος ελληνικός ναός που έχει κολόνες μπροστά και πίσω στις δύο στενότερες πλευρές του, όπως o Παρθενώνας και o ναός της Απτέρου Νίκης …   Dictionary of Greek

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… …   Dictionary of Greek

  • Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»